- μεσόμφαλος
- μεσόμφαλος, -ον (ΑM)μσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσόμφαλοντο μεσόλοφον*αρχ.(για το ιερό τού Απόλλωνος στους Δελφούς) αυτός που βρίσκεται στο μέσο τού ομφαλού τής Γης, στο κέντρο τών Δελφών («ἐν μεσομφάλοις Πυθικοῑς χρηστηρίοις», Αισχύλ.)2. αυτός που έχει στο μέσο ομφαλό, όπως το γράμμα Θ, το οποίο μάλιστα ονομαζόταν μεσόμφαλος κύκλος3. το ουδ. ως ουσ. το κέντρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + ὀμφαλός (πρβλ. μον-όμφαλος, ορθ-όμφαλος)].
Dictionary of Greek. 2013.